- κοψίδι
- το1. μικρό κομμάτι, συνήθως άχρηστο, που έχει αποκοπεί, απόκομμα2. μικρό κομμάτι κρέατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόψη + υποκορ. κατάλ. -ίδι (πρβλ. βαλαν-ίδι, λεπ-ίδι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοψίδι — το μικρό κομμάτι που κόπηκε, απόκομμα, μικρό άχρηστο κομμάτι από πανί ή τομάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μίστυλλον — μίστυλλον, τὸ (Α) τεμάχιο κρέατος, κοψίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μιστύλλω «κομματιάζω»] … Dictionary of Greek
περίκομμα — το, ΝΑ [περικόπτω] 1. μέρος που έχει κοπεί από μια ολότητα, κομματάκι, απόκομμα 2. (κυρίως για κρέας) κομμάτι από το σώμα σφαγμένου ζώου, κοψίδι 3. περικοπή … Dictionary of Greek